πταίσμα

πταίσμα
τό
1) вина, провинность; 2) ошибка, погрешность; 3) юр. незначительное правонарушение, проступок; 4) см. πταισματοδικείο[ν];

πηγαίνω κάποιον στο πταίσμα — привлекать кого-л. к судебной ответственности за незначительное правонарушение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πταίσμα" в других словарях:

  • πταῖσμα — stumble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… …   Dictionary of Greek

  • πταίσμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φταίω (πταίω), παράπτωμα, σφάλμα, λάθος. 2. (νομ.), ελαφρό αδίκημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πταίσματ' — πταί̱σματα , πταῖσμα stumble neut nom/voc/acc pl πταί̱σματι , πταῖσμα stumble neut dat sg πταί̱σματε , πταῖσμα stumble neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …   Dictionary of Greek

  • πταισμάτιον — τὸ, Α [πταῑσμα, ατος] υποκορ. τού πταίσμα …   Dictionary of Greek

  • Dimotiki — ( el. δημοτική [γλώσσα] IPA all|ðimo̞tiˈkʲi, [language] of the people ) or Demotic is the modern vernacular form of the Greek language. The term has been in use since 1818. [Babiniotis, Georgios: Dictionary of the new Greek language Lexiko tis… …   Wikipedia

  • έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… …   Dictionary of Greek

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • γλυκολογώ — ( άω) (Μ γλυκολογῶ, έω) νεοελλ. λέω γλυκά λόγια μσν. καλύπτω κάτι με γλυκά λόγια («γλυκολογῶ τὸ πταῑσμα») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»